γηρότροφος

γηρότροφος
γηρότροφ-ος, ον, (τρέφω)
A = γηροβοσκός, E.Alc.668;

γ. ἐλπίς Pi.Fr.214

, cf. CIG2240 ([place name] Chios);

χάριν οὐ δυνάμην γ. τελέσαι Supp.Epigr.1.567.10

([place name] Karanis).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γηροτρόφος — γηροτρόφος, ον (Α) γηροβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γήρας + τρόφος < τρέφω] …   Dictionary of Greek

  • γηροτρόφος — γηροβοσκός nourishing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηροτρόφου — γηρότροφος masc/fem/neut gen sg γηροβοσκός nourishing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηροτρόφους — γηρότροφος masc/fem acc pl γηροβοσκός nourishing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηροτρόφων — γηρότροφος masc/fem/neut gen pl γηροβοσκός nourishing masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… …   Dictionary of Greek

  • γηροτροφία — γηροτροφία, η (Α) [γηροτρόφος] γηροβοσκία …   Dictionary of Greek

  • γηροτροφείον — γηροτροφεῑον και γηροτρόφιον, το (Μ) [γηροτρόφος] το γηροκομείο …   Dictionary of Greek

  • γηροτροφώ — ( έω) (AM γηροτροφῶ) [γηροτρόφος] γηροκομώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”